Γενικές αρχές
Επικουρικότητα και αναλογικότητα
Οι λόγοι βάσει των οποίων εξάγεται το συμπέρασμα ότι ένας στόχος της Ένωσης μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο θα πρέπει να τεκμηριώνονται από ποιοτικούς και, όπου είναι δυνατόν, ποσοτικούς δείκτες. Η προστιθέμενη αξία μπορεί να αποδεικνύεται με την αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας. Τα οφέλη για το περιβάλλον μπορεί να προκύπτουν ακόμη και ως συνέπεια εναρμονισμένων κανόνων σχετικά με τη διάθεση ορισμένων προϊόντων στην αγορά (όπως προϊόντα φώκιας, βλ. υπόθεση C-583/11 P, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου).
Η αρχή της επικουρικότητας συνδέεται στενά με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία απαιτεί κάθε δράση της ΕΕ να μην υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών. Το περιεχόμενο και η μορφή της δράσης πρέπει να συνάδουν με τον επιδιωκόμενο στόχο: 1) Το μέτρο είναι κατάλληλο για την επίτευξη ενός θεμιτού στόχου, 2) είναι απαραίτητο για να επιτευχθεί ο στόχος και δεν υπάρχουν λιγότερο περιοριστικά μέσα, 3) το μέτρο δεν έχει υπερβολικό αντίκτυπο σε άλλα συμφέροντα. Τα σχέδια νομοθετικών πράξεων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη να ελαχιστοποιηθεί και να είναι ανάλογη με τον στόχο που πρέπει να επιτευχθεί η τυχόν επιβάρυνση, οικονομική ή διοικητική, της ΕΕ, των εθνικών κυβερνήσεων, των περιφερειακών ή τοπικών αρχών, των οικονομικών φορέων και των πολιτών.
Στην υπόθεση C-358/14 Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ότι η ΕΕ έχει το δικαίωμα να απαγορεύσει την πώληση τσιγάρων μινθόλης στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η απαγόρευση δεν μπορεί να θεωρηθεί προδήλως ακατάλληλη για την επίτευξη του στόχου της διευκόλυνσης της ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς καπνού και συναφών προϊόντων, λαμβάνοντας ως βάση το υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας, ιδίως για τους νέους. Τυχόν λιγότερο περιοριστικά μέτρα δεν φαίνεται να είναι εξίσου κατάλληλα για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων.
Η προστασία του περιβάλλοντος ως βάση για κανονιστικές ρυθμίσεις παρέχει στην Επιτροπή ένα σχετικά ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας, κάτι το οποίο οφείλεται στο γεγονός ότι αποτελεί έναν από τους θεμελιώδεις στόχους της Ένωσης (υπόθεση C-41/11 Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne, σκέψη57), πολιτική δε της ΕΕ για το περιβάλλον είναι να στοχεύει σε υψηλό επίπεδο προστασίας.