Principles of EU Environmental Law

SCHMUCKBILD + LOGO

INHALT

BREADCRUMB

Ειδικές αρχές
Αρχή της προφύλαξης

 

Όταν υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με τον κίνδυνο περιβαλλοντικής ζημίας, η αρχή της προφύλαξης επιτρέπει ή απαιτεί τη λήψη προστατευτικών μέτρων χωρίς να χρειάζεται προηγουμένως να διαφανεί η βλάβη. Υπάρχει ένα σύνολο παραγόντων κοινών σε κάθε ορισμό της αρχής της προφύλαξης – η ύπαρξη κινδύνου και η επιστημονική αβεβαιότητα. Ως αποτέλεσμα αυτού, η αρχή της προφύλαξης αφορά πάντοτε πιθανή ζημία και χρησιμεύει ως εργαλείο για τη γεφύρωση αβέβαιων επιστημονικών πληροφοριών και της πολιτικής ευθύνης.

Η αρχή εφαρμόζεται παγκοσμίως καθοδηγώντας την πολιτική σε θέματα όπως τα χημικά και η ασφάλεια τροφίμων, η ποιότητα του αέρα ή η κλιματική αλλαγή. Γίνεται γενικά αντιληπτό ότι η έννοια της αρχής της προφύλαξης στο δίκαιο της ΕΕ τείνει προς την αυστηρή προφύλαξη και ακολουθεί την προσέγγιση «προτιμότερη η ασφάλεια από τη μεταμέλεια». Για παράδειγμα, οι πολιτικές της ΕΕ για τους γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς (ΓΤΟ) βασίζονται στην αυστηρή εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης, η οποία τις καθιστά τις πλέον περιοριστικές στον κόσμο.

Στην ενωσιακή νομοθεσία, παράδειγμα εφαρμογής της αρχής αποτελεί, μεταξύ άλλων, η οδηγία για τα πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος, η οποία καθορίζει πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος για ουσίες προτεραιότητας σε προληπτική βάση. Ομοίως, η οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα θέτει πρότυπα διαφόρων ανθεκτικών οργανικών ρύπων, δυνητικά τοξικών μετάλλων όπως το κάδμιο και πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων για την επίτευξη «καλής» ποιότητας νερού. Η σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών, στην οποία περιλαμβάνονται απαιτήσεις για ικανοποιητικές δοκιμές στην πράξη κατά το στάδιο της έρευνας και ανάπτυξης προς αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο η χρήση τους μπορεί να επηρεάσει τα οικοσυστήματα, υπόκειται στην οδηγία ΓΤΟ.

Η προστασία του δικτύου Natura 2000 βασίζεται επίσης στην προφύλαξη. Ειδικότερα, το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας για τους οικοτόπους απαιτεί τη διενέργεια εκτιμήσεων επιπτώσεων όταν ένα σχέδιο ή έργο ενδέχεται να έχει σημαντική επίδραση στην ακεραιότητα ενός καθορισμένου οικοτόπου.

Παράδειγμα:
Στην υπόθεση C-254/19 Friends of the Irish Environment, το ΔΕΕ έκρινε ότι η εκτίμηση επιπτώσεων ενός έργου πρέπει να διενεργείται όταν δεν μπορεί να αποκλειστεί, λαμβάνοντας υπόψη τις βέλτιστες επιστημονικές γνώσεις στον τομέα, ότι το σχέδιο ή έργο μπορεί να επηρεάσει τους στόχους διατήρησης του τόπου. Η προηγούμενη αξιολόγηση του εν λόγω έργου, η οποία διενεργήθηκε πριν από τη χορήγηση της αρχικής συγκατάθεσης για το έργο, δεν μπορεί να αποκλείσει αυτόν τον κίνδυνο, εκτός εάν περιέχει πλήρη, ακριβή και οριστικά συμπεράσματα ικανά να εξαλείψουν κάθε εύλογη επιστημονική αμφιβολία ως προς τις επιπτώσεις των έργων και υπό την προϋπόθεση ότι δεν παρατηρούνται αλλαγές στα σχετικά περιβαλλοντικά και επιστημονικά στοιχεία, ούτε αλλαγές στο έργο, ούτε και άλλα σχέδια ή έργα.

Η νομολογία του ΔΕΕ είχε μεγάλο αντίκτυπο στην περαιτέρω ανάπτυξη της αρχής της προφύλαξης στο δίκαιο της ΕΕ, με υποθέσεις ορόσημα όπως οι C-174/82 Sandoz και T-13/99 Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου. Η αρχή χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από το ΔΕΕ σε σχέση με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ στα τέλη της δεκαετίας του 1990 σε δύο αποφάσεις στο πλαίσιο της κρίσης της ΣΕΒ (υπόθεση C-157/96 National Farmers’ Union κ.λπ., υπόθεση C-180/96 Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής). Έκτοτε, χρησιμοποιείται τόσο σε σχέση με μέτρα των θεσμικών οργάνων της ΕΕ όσο και με μέτρα των κρατών μελών, κατά παρέκκλιση των κανόνων για την ελεύθερη κυκλοφορία. Σε όλες τις περιπτώσεις, δεν υπήρχε όντως καμία επιστημονική βεβαιότητα ως προς την ύπαρξη ή την έκταση του κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία. Συνήθως, οι υποθέσεις αφορούσαν τον τομέα των βιταμινών ή των εμπλουτισμένων με άλλο τρόπο τροφίμων (υπόθεση C‑192/01 Επιτροπή κατά Δανίας), των νέων τροφίμων (υπόθεση C-236/01 Monsanto Agricoltura Italia κ.λπ.), των απαιτήσεων επισημάνσεως που ισχύουν για τα αποτελούμενα ή παραγόμενα από ΓΤΟ τρόφιμα και συστατικά τροφίμων (υπόθεση C-132/03 Codacons και Federconsumatori) και, ξανά, τη ΣΕΒ (υπόθεση C-504/04 Agrarproduktion Staebelow).