Zugang zu Gerichten

SCHMUCKBILD + LOGO

INHALT

BREADCRUMB

Πρόσβαση στη δικαιοσύνη στο πλαίσιο του δικαίου της ΕΕ – επίπεδο κρατών μελών
Πεδίο εφαρμογής του δικαστικού ελέγχου

 

Το πεδίο εφαρμογής του δικαστικού ελέγχου αποτελεί βασικό στοιχείο ενός αποτελεσματικού συστήματος δικαστικού ελέγχου, καθώς καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο οι εθνικοί δικαστές αξιολογούν τη νομιμότητα των προσβαλλομένων αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων. Έχει δύο κύριες πτυχές. Η πρώτη αφορά τους τομείς του δικαίου και τα νομικά επιχειρήματα που μπορεί να εγερθούν σε μια νομική προσφυγή, ιδίως όσον αφορά το κατά πόσον ο ενάγων δικαιούται να επικαλεστεί όλες τις σχετικές διατάξεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ για να στηρίξει μια υπόθεση ή όχι. Η δεύτερη πτυχή αφορά την ένταση του ελέγχου που ασκείται από τους δικαστές κατά την αξιολόγηση της νομιμότητας.

Όσον αφορά τους πιθανούς λόγους δικαστικού ελέγχου, το θέμα είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε όσες δικαιοδοσίες χορηγούν νομική υπόσταση μόνο με βάση την απομείωση των δικαιωμάτων του ενάγοντος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι πιθανοί λόγοι δικαστικού ελέγχου περιορίζονται συχνά παραδοσιακά στις νομικές εκείνες διατάξεις που παρέχουν τα ατομικά δικαιώματα τα οποία χρησιμεύουν ως βάση για τη νομική ικανότητα στην οποία γίνεται επίκληση. Η εν λόγω πτυχή αφορά επίσης περιορισμούς που αποσκοπούν στον περιορισμό των εναγόντων σε επιχειρήματα τα οποία έχουν προβάλει σε προηγούμενες διοικητικές διαδικασίες (αποκλεισμός) ή στην αποτροπή των εναγόντων από το να κάνουν κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών με την υποβολή μη συναφών νομικών αιτημάτων. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γερμανίας το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί το «πεδίο εφαρμογής του δικαστικού ελέγχου μόνο στις περιπτώσεις ενστάσεων οι οποίες προβλήθηκαν εμπροθέσμως κατά τη διοικητική διαδικασία η οποία κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως». Το ΔΕΕ αιτιολόγησε τη θέση του επισημαίνοντας την υποχρέωση να διασφαλίζεται έλεγχος τόσο της ουσιαστικής όσο και της διαδικαστικής νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης στο σύνολό της.

Όσον αφορά την ένταση της διερεύνησης/του προτύπου ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 και το άρθρο 9 παράγραφος 3 της Σύμβασης του Aarhus, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο της ουσιαστικής και διαδικαστικής νομιμότητας των αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, ακόμη και αν το παράγωγο δίκαιο της ΕΕ δεν κάνει ρητή αναφορά σε πρότυπο ελέγχου που να καλύπτει και τις δύο αυτές πτυχές νομιμότητας. Ειδικότερα, η διαδικαστική νομιμότητα αφορά:

  1. το εάν η εκάστοτε δημόσια αρχή είχε τη νομική εξουσία να προβεί στην προσβαλλόμενη απόφαση, πράξη ή παράλειψη·
  2. το εάν η δημόσια αρχή ακολούθησε πλήρως και ορθά διαδικασία που προβλέπεται για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, για παράδειγμα διαδικασία που απαιτεί διαβούλευση με το κοινό·
  3. το εάν η απόφαση ή η πράξη διαπιστώνεται με την ορθή μορφή.

Όσον αφορά την ουσιαστική νομιμότητα, αυτή αφορά την εξέταση τού κατά πόσον έχει παραβιαστεί η ουσία του νόμου. Συγκεκριμένα, καλύπτει την εξέταση από τον δικαστή της αξιολόγησης της ουσίας μιας απόφασης, πράξης ή παράλειψης, όπως στις υποθέσεις C-71/14 East Sussex, C-75/08 Mellor και C-570/13 Gruber, καθώς και τη διερεύνηση της εθνικής νομοθεσίας και των κανονιστικών πράξεων. Στην υπόθεση Inter-Environnement Wallonie, το ΔΕΕ τόνισε τη σημασία της διερεύνησης νομοθετικών πράξεων από τα εθνικά δικαστήρια προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των απαιτήσεων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ όσον αφορά τα σχέδια και τα προγράμματα.