Πρόσβαση στη δικαιοσύνη στο πλαίσιο του δικαίου της ΕΕ – επίπεδο κρατών μελών
Νομική ικανότητα
Νομική ικανότητα είναι το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου για την προστασία δικαιώματος ή συμφέροντος του ενάγοντος όσον αφορά τη νομιμότητα απόφασης, πράξης ή παράλειψης δημόσιας αρχής. Η νομική ικανότητα μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, πράξης ή παράλειψης. Μπορεί επίσης να ποικίλλει ανάλογα με το εάν ο αιτών είναι ιδιώτης ή αναγνωρισμένη περιβαλλοντική ΜΚΟ.
Η βάση για τη νομική ικανότητα ποικίλλει ανάλογα με το αντικείμενο της απόφασης, πράξης ή παράλειψης που επιδιώκεται να αμφισβητηθεί. Μπορούν να διατυπωθούν τέσσερις κύριες κατηγορίες:
- Αιτήσεις για περιβαλλοντικές πληροφορίες και δικαίωμα λήψης πληροφοριών
- Ειδικές δραστηριότητες που υπόκεινται σε απαιτήσεις συμμετοχής του κοινού
- Αιτήματα για ανάληψη δράσης στο πλαίσιο κανόνων περιβαλλοντικής ευθύνης
- Άλλο αντικείμενο, όπως εθνική εκτελεστική νομοθεσία, γενικές κανονιστικές πράξεις, σχέδια και προγράμματα και παρεκκλίσεις
Επιπλέον, η νομική ικανότητα προσβολής αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων που αφορούν συγκεκριμένες δραστηριότητες οι οποίες υπόκεινται σε απαιτήσεις συμμετοχής του κοινού βασίζεται τόσο σε ρητές διατάξεις σχετικά με τη νομική ικανότητα που περιέχονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 της Σύμβασης του Aarhus όσο και στο συναφές παράγωγο δίκαιο της ΕΕ καθώς και στη νομολογία του ΔΕΕ. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Kraaijeveld κρίθηκε ότι η απόφαση, πράξη ή παράλειψη δημόσιας αρχής που παρακωλύει τα δικαιώματα συμμετοχής δημιουργεί δικαίωμα προσφυγής σε δικαστικό έλεγχο. Μετά την απόφαση αυτή, ενσωματώθηκε ρητό δικαίωμα νομικής ικανότητας βάσει του δικαιώματος συμμετοχής στη Σύμβαση του Aarhus και εισήχθη σε διάφορες πράξεις του παράγωγου περιβαλλοντικού δικαίου της ΕΕ. Ωστόσο, το παράγωγο αυτό δίκαιο δεν καλύπτει όλες τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που καλύπτονται από το άρθρο 6 -και κατ’ επέκταση το άρθρο 9 παράγραφος 2- της Σύμβασης. Στο πλαίσιο αυτό, στην υπόθεση LZ II, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι οι απαιτήσεις του άρθρου 9 παράγραφος 2 της Σύμβασης του Aarhus, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, μπορούν επίσης να εφαρμόζονται στους τομείς του περιβαλλοντικού δικαίου που δεν περιλαμβάνουν ειδική πρόσβαση στη δικαιοσύνη.