The role of the National Judge in the European Judicial System and the Procedures of the CJEU

SCHMUCKBILD + LOGO

INHALT

BREADCRUMB

Εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ από τον εθνικό δικαστή
Συνεπής ερμηνεία

 

Η ουσιαστική εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ δεν μπορεί να διασφαλιστεί από την ΕΕ και τα δικαστήριά της μόνο. Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα εθνικά δικαστήρια και τους ιδιώτες που κινούν ενώπιον των δικαστηρίων αυτών διαδικασίες για την επιβολή των δικαιωμάτων τους βάσει του δικαίου της ΕΕ (υπόθεση 26/62 Van Gend & Loos).

Συνεπής ερμηνεία Το δίκαιο της ΕΕ πρέπει να εφαρμόζεται από τον εθνικό δικαστή, διότι απολαύει προτεραιότητας έναντι του εσωτερικού δικαίου (υπόθεση 6/64 Costa κατά Enel· υπόθεση C 409/06 Winner Wetten, σκέψη 53). Επομένως, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου. Αυτό μπορεί και να οδηγήσει ακόμη σε αλλαγή της καθιερωμένης νομολογίας, όπου είναι απαραίτητο, εάν βασίζεται σε ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου που είναι ασυμβίβαστη με τους στόχους μιας οδηγίας (υπόθεση C-441/14 DI, σκέψη 33).

Η σημασία και το πεδίο εφαρμογής των όρων για τους οποίους η ΕΕ δεν παρέχει ορισμό πρέπει να καθορίζονται λαμβάνοντας υπόψη τη συνήθη σημασία τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εμφανίζονται και τους σκοπούς των κανόνων στους οποίους εντάσσονται (υπόθεση C-184/14 A, σκέψη 32).

Παράδειγμα:
Στην υπόθεση C-585/10 Møller, το ΔΕΕ παρατήρησε ότι ο όρος «χοιρομητέρα» δεν έχει σαφή σημασία σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Αποφάσισε υπέρ μιας ερμηνείας που εξισώνει τους μικρούς θηλυκούς χοίρους με τις χοιρομητέρες διότι, για τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις που έχουν υψηλό δυναμικό ρύπανσης, τόσο οι χοιρομητέρες όσο και οι μικροί θηλυκοί χήροι έχουν την ίδια επίδραση στο περιβάλλον.

Το ΔΕΕ τάσσεται γενικά υπέρ της αυτόνομης ερμηνείας των εννοιών που χρησιμοποιούνται στα μέτρα της ΕΕ, με ορισμένες εξαιρέσεις όταν τα κράτη μέλη απολαύουν κάποιας διακριτικής ευχέρειας (υπόθεση C-81/96 Gedeputeerde Staten van Noord-Holland, σχετικά με το πότε χορηγείται άδεια εκτέλεσης έργων). Ωστόσο, όσον αφορά τους σκοπούς των κανόνων και του γενικού συστήματος προστασίας του περιβάλλοντος, κάθε παρέκκλιση πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά, τόσο στο εθνικό όσο και στο ενωσιακό δίκαιο.

Παράδειγμα:
Η ερμηνεία των παρεκκλίσεων από την προστασία της φύσης που υποστηρίζει το ΔΕΕ είναι εσκεμμένα περιοριστική (βλ. υπόθεση C-304/05 Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 82). Το ΔΕΕ ζητεί ακόμη και «ακριβή μεταφορά», όρο που χρησιμοποιεί αποκλειστικά από την άποψη αυτή και ποτέ όσον αφορά άλλους τομείς του δικαίου της ΕΕ (για την οδηγία για τα πτηνά, βλ. υπόθεση C-38/99 Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 53· για την οδηγία για τους οικοτόπους, υπόθεση C-6/04, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 256). Ομοίως, στην υπόθεση C-304/15 Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, το ΔΕΕ ερμήνευσε αυστηρά την προϋπόθεση βάσει της οποίας οι μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης μπορούν να τυγχάνουν παρέκκλισης, διότι η ερμηνεία αυτή υποστηρίζετο από τα συμφραζόμενα της συγκεκριμένης υποσημείωσης και από τον στόχο της οδηγίας.

Ενώ η αρχή της ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ έχει ορισμένα όρια και, ειδικότερα, δεν μπορεί να χρησιμεύει ως βάση για την ερμηνεία του εθνικού δικαίου contra legem, απαιτεί, ωστόσο, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, να λαμβάνεται υπόψη ολόκληρο το σώμα του εσωτερικού δικαίου και να εφαρμόζονται οι ερμηνευτικές μέθοδοι που αναγνωρίζονται από το εθνικό δίκαιο, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το δίκαιο της ΕΕ είναι πλήρως αποτελεσματικό και να επιτυγχάνεται αποτέλεσμα που συνάδει με τον στόχο τον οποίο επιδιώκει. Εν ολίγοις, η ερμηνεία πρέπει επίσης να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της ΕΕ (υπόθεση C-573/17 Popławski, σκέψεις 53-55).

Παράδειγμα:
Στην υπόθεση C-167/17 Klohn, το ΔΕΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να ερμηνεύουν την εθνική νομοθεσία, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, κατά τρόπο ώστε να μην παρακωλύεται η προσφυγή ή η άσκηση αγωγής από ιδιώτες για αναθεώρηση από τα δικαστήρια σε περιβαλλοντικά θέματα λόγω της οικονομικής επιβάρυνσης που ενδέχεται να προκύψει ως αποτέλεσμα της εν λόγω προσφυγής.