Επισκόπηση της νομοθεσίας της ΕΕ για τις περιβαλλοντικές εκτιμήσεις
Προηγούμενη εκτίμηση και υποχρεώσεις σύμφωνα με την οδηγία για τους οικοτόπους και την οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα
Όπως προαναφέρθηκε, υπάρχουν σημαντικές συνέργειες μεταξύ των οδηγιών ΕΠΕ/ΣΠΕ και ουσιαστικών στοιχείων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ. Η προηγούμενη αξιολόγηση έργων ή σχεδίων/προγραμμάτων ενδέχεται να οφείλει να συμμορφώνεται με αλληλεπικαλυπτόμενες υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία για τους οικοτόπους (92/43/ΕΟΚ), την οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα (2000/60/ΕΚ), ή ακόμα και από τις δύο. Κατά συνέπεια, προτεινόμενο έργο που επηρεάζει υδατικό σύστημα ενδέχεται να μην απαιτεί μόνο αξιολογήσεις που σχετίζονται με το άρθρο 4 παράγραφος 7 της οδηγίας-πλαίσιο για τα ύδατα· θα μπορούσε επίσης να συνεπάγεται ανάγκη αξιολόγησης σε σχέση με τοποθεσία Natura 2000 που φιλοξενεί ένα τέτοιο υδατικό σύστημα σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 και το άρθρο 6 παράγραφος 4 της οδηγίας για τους οικοτόπους.
Η οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα και η οδηγία για τους οικοτόπους επιτρέπουν τη χρήση εξαιρέσεων υπό ορισμένες προϋποθέσεις, βάσει προηγούμενης αξιολόγησης. Και στις δύο περιπτώσεις, οι αρχές πρέπει να διενεργούν τις σχετικές διαδικασίες και δοκιμές βάσει κάθε οδηγίας. Αν και υπάρχουν κάποιες διαφορές στις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις, υπάρχουν επίσης δυνατότητες για συνέργειες και εξορθολογισμό της σχετικής συλλογής και αξιολόγησης δεδομένων. Με άλλα λόγια, για παράδειγμα, η διενέργεια ΕΠΕ δεν εγγυάται την εκπλήρωση του άρθρου 4 παράγραφος 7 της οδηγίας-πλαίσιο για τα ύδατα, θα μπορούσε όμως να συμβάλει εάν οι αξιολογήσεις ήταν εξορθολογισμένες. Να σημειωθεί ότι και οι απαιτήσεις για τη συμμετοχή του κοινού μπορεί να είναι σχετικές σε αυτό το πλαίσιο.
Υπό αυτήν την έννοια, η ομαδοποίηση των αξιολογήσεων και ο εξορθολογισμός μπορεί να είναι αποτελεσματικά και να μειώσουν τον φόρτο εργασίας. Ο συντονισμός με τη διαδικασία ΕΠΕ/ΣΠΕ δεν είναι μόνο σκόπιμος, αλλά συχνά λιγότερο δαπανηρός και περισσότερο αποτελεσματικός. Ωστόσο, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της μίας οδηγίας, αλλά όχι της άλλης, οι αρχές ενδέχεται να μην αδειοδοτήσουν το έργο, διότι σε μια τέτοια περίπτωση το έργο και πάλι παραβιάζει τις νομικές διατάξεις της ΕΕ (βλ. υπόθεση C‑43/10 Nomarchiaki Aftodioikisi Aitoloakarnanias κ.λπ.).
Οι βασικές απαιτήσεις για την προστασία και τη διαχείριση των τοποθεσιών Natura 2000 καθορίζονται στο άρθρο 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους. Συγκεκριμένα, κάθε σχέδιο ή έργο που ενδέχεται να προκαλέσει ζημιά σε τοποθεσία Natura 2000 πρέπει να υποβάλλεται σε κατάλληλη αξιολόγηση κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 3 της οδηγίας για τους οικοτόπους και μπορεί να εγκριθεί μόνον εάν δεν επηρεάζει την ακεραιότητα του τόπου, ή εάν πληροί τις προϋποθέσεις για παρέκκλιση βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 4 της οδηγίας για τους οικοτόπους.
Το μέτρο της διαδικασίας του άρθρου 6 παράγραφος 3, όπου καθορίζεται εάν ένα έργο ή ένα σχέδιο είναι πιθανό να προκαλέσει σημαντικές επιπτώσεις σε τοποθεσία Natura 2000, είτε μόνο του είτε σε συνδυασμό με άλλα σχέδια και έργα, αντιστοιχεί στη διερεύνηση. Αν και δεν αναφέρεται ρητά, ο προέλεγχος γίνεται αποδεκτός ως ορθή πρακτική και στοχεύει ακριβώς στον προσδιορισμό των πιθανών ζητημάτων που θα πρέπει να καλύπτει η αξιολόγηση, καθώς και των κατάλληλων πληροφοριών προς συλλογή.
Η εστίαση της αξιολόγησης είναι πιο περιορισμένη από τη συνήθη ΕΠΕ – και δίνει έμφαση στους στόχους διατήρησης του τόπου. Επιπλέον, τα μέτρα μετριασμού αποτελούν μέρος της συνήθους πρακτικής και λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της αξιολόγησης Natura 2000. Πρόκειται για μέτρα που αποσκοπούν στην εξάλειψη, πρόληψη ή μείωση των πιθανών επιπτώσεων στους εν λόγω τόπους Natura 2000. Σύμφωνα με το τελευταίο μέρος των απαιτήσεων του άρθρου 6 παράγραφος 4, πρέπει να προβλέπονται αντισταθμιστικά μέτρα για την αντιστάθμιση των αρνητικών επιπτώσεων σχεδίου ή έργου, έτσι ώστε να διατηρείται η συνολική οικολογική συνάφεια του δικτύου Natura 2000. Τα μέτρα μετριασμού είναι ιδιαίτερα σημαντικά όταν αξιολογούνται εναλλακτικές λύσεις βάσει της οδηγίας ΕΠΕ, τόσο για την ενίσχυση της σκοπιμότητας των έργων, όσο και για τη βελτίωση του σχεδιασμού του έργου. Η οδηγία ΕΠΕ δεν ορίζει, ούτε κάνει σαφή διάκριση, μεταξύ μετριασμού και αποζημίωσης. Ωστόσο, όταν εξετάζονται διάφοροι τύποι δράσεων μετριασμού βάσει της ΕΠΕ, η εξελισσόμενη ορθή πρακτική ευνοεί τα μέτρα που λαμβάνονται στην πηγή (επί τόπου) έναντι των «εκτός τόπου» και προωθεί την εφαρμογή της λεγόμενης «ιεραρχίας μετριασμού».