Πρόσβαση σε πληροφορίες στο πλαίσιο του δικαίου της ΕΕ – επίπεδο κρατών μελών
Όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας αυτής, η συμβολή της νομολογίας του ΔΕΕ είναι ζωτικής σημασίας σε διάφορες υποθέσεις, όπως η C-204/09 Flachgas Torgau GmbH κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, C-279/12 Fish Legal κ.λπ. κατά Information Commissioner κ.λπ.., C-115/09 Bund für Umwelt und Naturschutz Deutchland, Landesverband Nordrhein-Westfalen και C-515/11 Deutsche Umwelthilfe.
Κεντρική διάταξη αποτελεί το άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/4/ΕΚ – απαιτεί από τα κράτη μέλη να διαθέτουν περιβαλλοντικές πληροφορίες κατόπιν αιτήματος χωρίς ο αιτών να υποχρεούται να δηλώσει συγκεκριμένο λόγο. Το αίτημα πρέπει να είναι ακριβές. Αιτήσεις με υπερβολικά γενικό περιεχόμενο μπορεί να απορριφθούν, υπό την προϋπόθεση ότι η αρχή έχει καλέσει τον αιτούντα να διευκρινίσει την αίτησή του [άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σε σχέση με το άρθρο 3 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/4/ΕΚ. Η υποχρέωση διεξαγωγής διαλόγου με τον αιτούντα ισχύει για αιτήσεις που αποστέλλονται σε λάθος δημόσια αρχή (άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2003/4/ΕΚ). Για να διευκολυνθεί η πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες, το άρθρο 3 παράγραφος 5 της οδηγίας 2003/4/ΕΚ απαιτεί από τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν μητρώα και καταλόγους των πληροφοριών αυτών.
Οι περιορισμοί πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες προβλέπονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2003/4/ΕΚ. Συγκεκριμένα, πρόκειται για εξαιρέσεις που αφορούν κυρίως την εσωτερική λειτουργία της αρχής (άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/4/ΕΚ), με εξαιρέσεις που αφορούν τα συμφέροντα τρίτων ή την εμπιστευτικότητα εμπορικών πληροφοριών (άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο δ) της ευρωπαϊκής οδηγίας 2003/4/ΕΚ). Όταν μια αρχή επικαλείται μία από τις εξαιρέσεις, πρέπει να υπάρχει ισορροπία μεταξύ του δημόσιου συμφέροντος που εξυπηρετείται από την ελεύθερη πρόσβαση σε πληροφορίες και των συμφερόντων που προστατεύονται από την εξαίρεση (τελευταία παράγραφος του άρθρου 4 της οδηγίας 2003/4/ΕΚ). Ο κατάλογος αυτός είναι εξαντλητικός, ως εκ τούτου τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να προσθέτουν περαιτέρω παρεκκλίσεις για άρνηση. Επιπλέον, οι εξαιρέσεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά σε όλες τις περιπτώσεις και να συνάδουν με τη Σύμβαση του Aarhus.
Υπερισχύει πάντοτε το δημόσιο συμφέρον για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών, εάν αυτές σχετίζονται με εκπομπές στο περιβάλλον (εξαιρουμένων των συμφερόντων που απαριθμούνται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 και στο άρθρο 2 στοιχεία β), γ) και ε) της οδηγίας 2003/4/ΕΚ). Το υλικό που σχετίζεται με τις εκπομπές πρέπει πάντοτε να δημοσιοποιείται· μπορεί να απορριφθεί μόνο για λόγους δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, διεθνών σχέσεων, δημόσιας ασφάλειας ή εθνικής άμυνας ή λειτουργίας της δικαιοσύνης. Ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι δύσκολο διότι ο όρος «εκπομπές» δεν ορίζεται περαιτέρω. Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται πιθανό η έννοια αυτή να τύχει ευρείας ερμηνείας λόγω της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την οδηγία 90/313/ΕΟΚ, γεγονός το οποίο συνεπάγεται όσο το δυνατόν ευρύτερη πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες. Ωστόσο, στην υπόθεση C-524/09, Ville de Lyon κατά Caisse des dépôts et consignations, το ΔΕΕ έκρινε ότι τα δεδομένα σχετικά με την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 της οδηγίας 2003/4.