Combatting waste crime

SCHMUCKBILD + LOGO

INHALT

BREADCRUMB

Ορισμός των «αποβλήτων», του «υποπροϊόντος» και του «αποχαρακτηρισμού των αποβλήτων»
Όρια στον χαρακτηρισμό των αποβλήτων

 

Δύο δέσμες ορίων σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της νομικής κατηγορίας των αποβλήτων αφορούν, αντίστοιχα, τα υποπροϊόντα και τα προϊόντα που λαμβάνονται από ανακτώμενα απόβλητα.

Υποπροϊόντα
Η οδηγία 2008/98 ενσωματώνει στο δίκαιο μια διάκριση που έχει καθιερωθεί από υποθέσεις του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τη διάκριση αυτή, μια ουσία ή ένα αντικείμενο που λαμβάνεται από διαδικασία παραγωγής, πρωταρχικός στόχος της οποίας δεν είναι η παραγωγή του εν λόγω στοιχείου, μπορεί να θεωρηθεί υποπροϊόν και όχι απόβλητο, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται τέσσερις όροι. Οι όροι αυτοί είναι οι ακόλουθοι: η περαιτέρω χρήση του εν λόγω αντικειμένου ή ουσίας πρέπει να είναι βέβαιη· πρέπει να είναι κατάλληλο να χρησιμοποιηθεί «απ’ ευθείας χωρίς άλλη επεξεργασία πέραν της συνήθους βιομηχανικής πρακτικής», αφού έχει παραχθεί «ως αναπόσπαστο μέρος μιας παραγωγικής διαδικασίας»· και η περαιτέρω επαναχρησιμοποίησή του πρέπει να είναι «σύννομη, δηλαδή η ουσία ή το αντικείμενο πληροί όλες τις σχετικές απαιτήσεις περί προϊόντων και προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας για τη συγκεκριμένη χρήση και δεν πρόκειται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία» (άρθρο 5 παράγραφος 1).

Η νομολογία παρέχει παραδείγματα τέτοιων υποπροϊόντων: τα υπολείμματα πετρωμάτων από τη λειτουργία ορυχείου που θα χρησιμοποιηθούν χωρίς περαιτέρω επεξεργασία στην απαραίτητη πλήρωση των υπόγειων στοών (υπόθεση C-114/01 AvestaPolarit Chrome Oy, υπόθεση C-457/02 ποινική διαδικασία κατά του Antonio Niselli), η κοπριά που παράγεται σε χοιροτροφείο και χρησιμοποιείται ως λίπασμα (υπόθεση C-113/12 Donal Brady κατά. Environmental Protection Agency, §52-57), και βαρύ μαζούτ που πωλείται ως καύσιμο (υπόθεση C-188/07 Commune de Mesquer κατά Total France SA και Total International Ltd.).

Προϊόντα που λαμβάνονται από ανακτώμενα απόβλητα
Μια σημαντική καινοτομία που επέφερε στην νομοθεσία για τα απόβλητα η οδηγία 2008/98 είναι ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα ανακτώμενα απόβλητα μπορούν «να παύσουν να αποτελούν απόβλητα». Η ίδια η έννοια της ανάκτησης συνεπάγεται έναν τέτοιου είδους περιορισμό, δεδομένου ότι καλύπτει «οιαδήποτε εργασία» της οποίας το κύριο αποτέλεσμα είναι ότι απόβλητα εξυπηρετούν ένα χρήσιμο σκοπό αντικαθιστώντας άλλα υλικά τα οποία, υπό άλλες συνθήκες, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για την πραγματοποίηση συγκεκριμένης λειτουργίας, ή ότι απόβλητα υφίστανται προετοιμασία για την πραγματοποίηση αυτής της λειτουργίας, είτε στην εγκατάσταση είτε στο γενικότερο πλαίσιο της οικονομίας (άρθρο 4 παράγραφος 15). Με άλλα λόγια, όταν η ανάκτηση συνίσταται στη μετατροπή αποβλήτων σε προϊόν, το προϊόν διαφεύγει του νομικού καθεστώτος του αποβλήτου ήδη από τη στιγμή που δεν είναι πλέον δικαιολογημένη η εφαρμογή ενός τέτοιου νομικού καθεστώτος.

Η οδηγία-πλαίσιο για τα απόβλητα έχει ως εκ τούτου θεσπίσει τον «αποχαρακτηρισμό των αποβλήτων», ο οποίος βασίζεται στην ιδέα ότι τα λειτουργικά χαρακτηριστικά των ανακτηθέντων αποβλήτων είναι πανομοιότυπα με του αντίστοιχου προϊόντος. Το επίδοξο νέο προϊόν πρέπει να «χρησιμοποιείται συνήθως για συγκεκριμένους σκοπούς», να πληροί «τις τεχνικές απαιτήσεις για τους συγκεκριμένους σκοπούς» και να ανταποκρίνεται στην ισχύουσα νομοθεσία και τα πρότυπα που ισχύουν για τα προϊόντα. Τέλος, πρέπει να διασφαλιστεί ότι «η χρήση της ουσίας ή του αντικειμένου δεν πρόκειται να έχει δυσμενή αντίκτυπο στο περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία» και ότι η απαίτηση αυτή ισχύει εφόσον το οικολογικό της αποτύπωμα δεν θα είναι σημαντικότερο από το αντίστοιχο προϊόν (εντούτοις, τα επικίνδυνα απόβλητα μπορεί να παύσουν να αποτελούν απόβλητα εάν η ανάκτηση επιτρέπει επαναχρησιμοποίηση δυνάμει του κανονισμού REACH, βλ. υπόθεση C-358/11 Lapin elinkeino-, liikenne-ja ympäristökeskuksen liikenne ja infrastruktuuri-vastuualue κατά Lapin luonnonsuojelupiiri ry, §59 κ. επ.).

Οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το κατά πόσον πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις θα πρέπει να μετριάζεται τουλάχιστον εν μέρει με την έγκριση, μέσω αποφάσεων της Επιτροπής, κριτηρίων «που ορίζουν τον τύπο αποβλήτων επί των οποίων ισχύουν τα κριτήρια αυτά», στα οποία περιλαμβάνονται «οριακές τιμές για τους ρύπους» που ενδέχεται να αποδεσμεύονται σε σχέση με την ανάκτηση (άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2).