Combatting waste crime

SCHMUCKBILD + LOGO

INHALT

BREADCRUMB

Νομικά μέσα της ΕΕ για τα απόβλητα (χαρτογράφηση των νομοθετικών πράξεων στον τομέα αυτό)

 

Όσον αφορά τα απόβλητα, η περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ λειτουργεί μέσα σε ένα περίπλοκο διεθνές νομικό πλαίσιο, το οποίο περιορίζεται αρκετά από τη Σύμβαση της Βασιλείας για τον έλεγχο της διασυνοριακής διακίνησης επικίνδυνων αποβλήτων και της διάθεσης αποβλήτων της 22ας Μαρτίου 1989 (εφεξής «Σύμβαση της Βασιλείας»). Στόχος της Σύμβασης της Βασιλείας είναι η προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος από τις δυσμενείς επιπτώσεις των επικίνδυνων αποβλήτων. Το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Βασιλείας καλύπτει ευρύ φάσμα αποβλήτων που ορίζονται ως «επικίνδυνα απόβλητα» με βάση την προέλευση και/ή τη σύνθεση και τα χαρακτηριστικά τους, καθώς και τα οικιακά απόβλητα και την τέφρα αποτεφρωτών.

Το νομικό πλαίσιο της ΕΕ σχετικά με τα απόβλητα δομείται με τη λεγόμενη οδηγία-πλαίσιο για τα απόβλητα, η οποία ορίζει τη νομική κατηγορία των αποβλήτων. Περιλαμβάνονται διατάξεις για τα μη απόβλητα, π.χ. υποπροϊόντα (ουσίες ή αντικείμενα που λαμβάνονται από διαδικασία παραγωγής, πρωταρχικός στόχος της οποίας δεν είναι η παραγωγή της εν λόγω ουσίας ή αντικειμένου) και προϊόντα που λαμβάνονται από ανακτώμενα απόβλητα (πέρα από ανακύκλωση). Οι διατάξεις αυτές συγκαταλέγονται μεταξύ των πλέον διαφιλονικούμενων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ, καθώς το ζήτημα τού κατά πόσον μια συγκεκριμένη ουσία ή αντικείμενο είναι απόβλητο αμφισβητείται έντονα από το 1975, όταν εγκρίθηκε για πρώτη φορά η προκάτοχος της ισχύουσας οδηγίας-πλαίσιο για τα απόβλητα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, κατά τρόπο μοναδικό, ακόμη και τα απόβλητα εξακολουθούν να διαθέτουν δυνατότητες οικονομικής εκμετάλλευσης.

Ορισμένες οδηγίες προβλέπουν την επέκταση της ευθύνης των παραγωγών («εκτεταμένη ευθύνη του παραγωγού» ή «EPR»), η οποία ορίζεται από τον ΟΟΣΑ ως «προσέγγιση περιβαλλοντικής πολιτικής κατά την οποία η ευθύνη ενός παραγωγού για ένα προϊόν επεκτείνεται στο στάδιο του κύκλου ζωής του προϊόντος μετά τον καταναλωτή». Ενώ η οδηγία-πλαίσιο για τα απόβλητα προβλέπει ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν κατά πόσον ο παραγωγός ενός προϊόντος «φέρει διευρυμένη ευθύνη παραγωγού», η εφαρμογή της EPR είναι ουσιαστικά οργανωμένη σε διάφορα επίπεδα με την οδηγία σχετικά με τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές, την οδηγία για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας, την οδηγία για τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους (γνωστότερη ως «οδηγία ELV») και την οδηγία σχετικά με τα απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (η οποία γενικά αναφέρεται ως «οδηγία ΑΗΗΕ»). Οι οδηγίες αυτές βασίζονται κυρίως στην επιβολή στόχων ανάκτησης και ανακύκλωσης στα κράτη μέλη για τα σχετικά προϊόντα στο τέλος του κύκλου ζωής τους. Οι οδηγίες, ωστόσο, παρέχουν στα κράτη μέλη μεγάλη διακριτική ευχέρεια ως προς τους τρόπους επίτευξης αυτών των στόχων, κυρίως με την καθιέρωση μεμονωμένων ή, πολύ συχνότερα, συλλογικών συστημάτων διαχείρισης αποβλήτων από τους παραγωγούς. Έτσι, οι τοπικές δημόσιες αρχές απαλλάσσονται από την επιβάρυνση αυτών των ειδών αποβλήτων και οι παραγωγοί ενθαρρύνονται να ελαχιστοποιήσουν το κόστος συλλογής και ανάκτησης μέσω του οικολογικού σχεδιασμού.