Οδηγία της ΕΕ για το περιβαλλοντικό έγκλημα
Εισαγωγή
Το περιβαλλοντικό ποινικό δίκαιο έχει σημειώσει θεαματική εξέλιξη στην Ευρώπη τα τελευταία 30 χρόνια, γεγονός το οποίο έχει οδηγήσει στην καθιέρωσή του ως αυτόνομου νομικού τομέα. Η διαδικασία υπέρβασης της διοικητικής εξάρτησης του ποινικού δικαίου στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος με την προσφορά ανεξάρτητης νομικής εργαλειοθήκης για τα περιβαλλοντικά αγαθά και τις οικολογικές αξίες οδήγησε στην έκδοση της ίας 2008/99/ΕΕ σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου μετά από μια μακρά και ακανθώδη πορεία. Οι κύριες δυσκολίες για την υιοθέτηση μιας τέτοιας νομοθετικής πράξης ήταν η διαφωνία των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων όσον αφορά τη νομική του βάση.
Συγκεκριμένα, το 2003, το Συμβούλιο είχε υιοθετήσει απόφαση-πλαίσιο για την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου με σκοπό την εναρμόνιση της νομοθεσίας των κρατών μελών στον τομέα αυτό. Υποστηρίζοντας ότι η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί στόχο του πρώτου πυλώνα, η Επιτροπή προσέβαλε τη νομιμότητα της νομικής βάσης της εν λόγω απόφασης-πλαίσιο ενώπιον του Δικαστηρίου. Στην απόφαση C-176/03 το ΔΕΕ επιβεβαίωσε τη γνώμη της Επιτροπής και ακύρωσε την προαναφερθείσα απόφαση, επισημαίνοντας ότι το γεγονός ότι η Κοινότητα δεν διαθέτει άμεση εξουσία στον τομέα του ποινικού δικαίου δεν εμποδίζει την ίδια την Κοινότητα, όταν απαιτείται η επιβολή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών ποινικών κυρώσεων για την καταπολέμηση των σοβαρών προσβολών του περιβάλλοντος, να λαμβάνει σχετικά με το ποινικό δίκαιο μέτρα τα οποία θεωρεί ότι είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίζει στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος (σκέψη 48).
Το 2008, εκδόθηκε τελικά η οδηγία για το περιβαλλοντικό έγκλημα με στόχο τη θέσπιση μέτρων σχετικά με το ποινικό δίκαιο προκειμένου να προστατευθεί αποτελεσματικότερα το περιβάλλον (άρθρο 1). Σύμφωνα με την οδηγία, εννέα περιβαλλοντικά εγκλήματα θεωρούνται ποινικά αδικήματα, εφόσον είναι παράνομα και είναι εσκεμμένα ή οφείλονται σε βαριά αμέλεια (άρθρο 3) ή, σε περιπτώσεις ηθικής αυτουργίας και συνέργειας, η εσκεμμένη συμπεριφορά που αναφέρεται στο άρθρο 3 (άρθρο 4).