Διαδικασίες του Δικαστηρίου
H διαδικασία επί παραβάσει
Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 δεύτερη φράση ΣΕΕ η Επιτροπή μεριμνά για την εφαρμογή των Συνθηκών καθώς και των μέτρων που θεσπίζονται βάσει αυτών από τα θεσμικά όργανα. Η διαδικασία επί παραβάσει που προβλέπεται στα άρθρα 258 έως 260 της ΣΛΕΕ είναι το σημαντικότερο νομικό μέσο για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Αντικείμενο της διαδικασίας επί παραβάσει είναι η μη συμμόρφωση κράτους μέλους με το δίκαιο της ΕΕ. Οι παραβάσεις από ιδιώτες παρουσιάζουν ενδιαφέρον μόνο εάν το κράτος μέλος δεν έχει εφαρμόσει επαρκώς το δίκαιο της ΕΕ. Υπάρχουν τρεις κύριες ομάδες παραβάσεων:
- (1) Μη μεταφορά των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο ή μη κοινοποίηση της μεταφοράς,
- (2) Μη συμμόρφωση της μεταφοράς και
- (3) Κακή εφαρμογή των διατάξεων της ΕΕ.
Οι περιπτώσεις μη συμμόρφωσης και κακής εφαρμογής είναι δυνητικά περισσότερο ενδιαφέρουσες ως πηγές για την ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ.
Εναπόκειται μόνο στην Επιτροπή να αποφασίσει εάν είναι σκόπιμο ή όχι να ασκήσει αγωγή κατά κράτους μέλους και, ανάλογα με την περίπτωση, λόγω ποιας συμπεριφοράς ή παράλειψης θα πρέπει να ασκηθεί. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια ως προς το θέμα αυτό, η οποία αποκλείει το δικαίωμα ιδιωτών να απαιτήσουν από αυτή να υιοθετήσει συγκεκριμένη θέση (υπόθεση 247/87 Star Fruit κατά Επιτροπής, σκέψη 11· υπόθεση C-445/06 Danske Slagterier, σκέψη 44). Στον τομέα του περιβάλλοντος, η Επιτροπή είναι παραδοσιακά πολύ δραστήρια. Ως εκ τούτου, υπάρχει (συγκριτικά) μεγάλος αριθμός σχετικών δικαστικών αποφάσεων.
Διαδικαστικά, μια διαδικασία επί παραβάσει απαιτεί δύο στάδια ώστε να μπορέσει η Επιτροπή να προσφύγει στο ΔΕΕ:
- (1) «Προειδοποιητική επιστολή» – ευκαιρία των κρατών μελών για υποβολή παρατηρήσεων και
- (2) Αιτιολογημένη εισήγηση.
Μετά από κάθε στάδιο, το κράτος μέλος μπορεί να απαντήσει στην επίκριση της Επιτροπής εντός της καθορισμένης προθεσμίας – συνήθως δύο μήνες. Εάν το κράτος μέλος δεν μπορέσει να πείσει την Επιτροπή, μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο.
Η προσφυγή στο Δικαστήριο δεν πρέπει να επεκτείνει το αντικείμενο της υπόθεσης σε σύγκριση με την προειδοποιητική επιστολή και την αιτιολογημένη εισήγηση (υπόθεση C-350/02 Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 21). Η απόφαση λαμβάνεται με βάση την πραγματική κατάσταση στο τέλος της περιόδου που καθορίζεται στην αιτιολογημένη εισήγηση (υπόθεση C-221/04 Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 23). Οι μεταγενέστερες εξελίξεις είναι άνευ σημασίας.
Το άρθρο 260 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι το κράτος μέλος οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να συμμορφωθεί με την απόφαση, εάν το ΔΕΕ διαπιστώσει ότι δεν έχει εκπληρώσει υποχρέωση δυνάμει του δικαίου της ΕΕ. Εάν το κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί με την υποχρέωση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει εκ νέου στο ΔΕΕ δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ. Το ΔΕΕ μπορεί να επιβάλει στο κράτος μέλος την καταβολή κατ’ αποκοπή ποσού για τη μη συμμόρφωση κατά το παρελθόν και/ή περιοδική χρηματική ποινή με ισχύ έως ότου επιτευχθεί συμμόρφωση (βλέπε, για παράδειγμα, υπόθεση C-304/02 Επιτροπή κατά Γαλλίας· υπόθεση C-374/11 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας).